πρωτόπειρος

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόπειρος Medium diacritics: πρωτόπειρος Low diacritics: πρωτόπειρος Capitals: ΠΡΩΤΟΠΕΙΡΟΣ
Transliteration A: prōtópeiros Transliteration B: prōtopeiros Transliteration C: protopeiros Beta Code: prwto/peiros

English (LSJ)

πρωτόπειρον, (πεῖρα) making the first trial, a novice, of a bride, Theopomp.Com.94; π. τῆς τέχνης Alex.98.4; πάσης κακοπαθείας Plb.1.61.4; less freq. εἴς τι, Ach.Tat.2.37,38; πρός τι An.Ox.3.175.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst erfahrend, den ersten Versuch machend; κακοπαθείας, Pol. 1, 61, 4; τῆς τέχνης ἑταίρα, Alexis bei Ath. XIII, 568 a; selten εἴς τι, Jac. Ach. Tat. p. 600.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόπειρος: впервые испытывающий (изведавший) (τῆς κακοπαθείας Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόπειρος: -ον, (πεῖρα) ὁ κατὰ πρώτην φορὰν πεῖραν λαμβάνων πράγματός τινος, ἄπειρος, ἐπὶ γυναικὸς ἐκ παρθενίας γεγαμημένης τινί, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 32· πρ. τῆς τέχνης Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 4· τῆς κακοπαθείας Πολύβ. 1, 61, 4· σπανιώτερον εἴς τι, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 600· πρός τι Ἀν. Ὀξ. τ. 3. σ. 175.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρωτόπειρος, -ον, ΝΜΑ 1. αυτός που για πρώτη φορά επιχειρεί να κάνει κάτι
2. (κατ' επέκτ.) αδέξιος, ατζαμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -πειρος (< πείρα), πρβλ. πολύπειρος].