πρόσφυγος
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
πρόσφυγον, fleeing for refuge, Aesop.417, v.l. in Hdn.5.3.10.
German (Pape)
[Seite 787] zu Einem od. wohin fliehend, Aesop.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui se réfugie auprès de, qui cherche asile ou protection.
Étymologie: πρός, φυγή.
Russian (Dvoretsky)
πρόσφῠγος: ищущий убежища Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσφῠγος: -ον, ὁ καταφεύγων που πρὸς ἀσφάλειαν, πρόσφυξ, Κ. Πορφύρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 227, Αἰσώπ. Μῦθ. 39.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που καταφεύγει κάπου για ασφάλεια και προστασία («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι πρόσφυγος ἦν», Κ. Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για θεματ. μορφή του πρόσφυξ (πρβλ. οψίφυγος)].