πυκνόστυλος

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνόστῡλος Medium diacritics: πυκνόστυλος Low diacritics: πυκνόστυλος Capitals: ΠΥΚΝΟΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: pyknóstylos Transliteration B: pyknostylos Transliteration C: pyknostylos Beta Code: pukno/stulos

English (LSJ)

πυκνόστυλον, pycnostyle, with the pillars close together, i.e. at a distance of 1½ diameters, opp. ἀραιόστυλος, Vitr.3.3.1.

German (Pape)

[Seite 816] mit dichten, dichtstehenden od. vielen Säulen, Vitruv. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόστῡλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς στύλους πλησίον ἀλλήλων, δηλαδὴ εἰς ἀπόστασιν 1½ διαμέτρου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀραιόστυλος, Βιτρούβ. 3. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / πυκνόστυλος, -ον, ΝΑ
(για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, δηλαδή σε απόσταση 1½ διαμέτρου μεταξύ τους, σε αντιδιαστολή προς τον αραιόστυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στύλος (πρβλ. αραιόστυλος)].