ράγδην
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ.
1. με ορμητικότητα, με σφοδρότητα, με βιαιότητα
2. γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα φαγ- του ῥήγνυμι + επίρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγδην). Έχει προταθεί, ωστόσο, η διόρθωση του τ. σε δράγδην. Η σύνδεση, τέλος τών τ. ῥάγδην / ῥαγδαῖος με το ρ. ῥάσσω «χτυπώ» οφείλεται σε παρετυμολογία].