Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρεμβάζω

From LSJ

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170

Greek Monolingual

ΝΜ
νεοελλ.
ονειροπολώ, είμαι ήρεμος και αφήνω τη φαντασία μου ελεύθερη
μσν.
1. (μτβ.) τριγυρίζω, κάνω κάποιον να γυρίζει γύρω από κάτι («καὶ ἕλκουσί σε οἱ λογισμοὶ καὶ ῥεμβάζουσι», Μακ. Αιγ.)
2. μέσ. ῥεμβάζομαι
(για την ψυχή) έχω χάσει την ισορροπία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέμβομαι / ῥέμβω κατά τα ρ. σε -άζω].