ροδέλαιο

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(βοτ.-χημ.) εύοσμο άχρωμο ή υποκίτρινο αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται με απόσταξη από τα φρέσκα πέταλα της τριανταφυλλιάς και ειδικότερα τών ειδών Rosa damascene και Rosa gallica, καθώς και από ποικιλίες άλλων ειδών της οικογένειας ροδίδες, και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη ζαχαροπλαστική, την ποτοποιία κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + έλαιο].