ροιάς
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
Greek Monolingual
η / ῥοιάς, -άδος, ΝΜΑ
φρ. «μήκων η ροιάς» — λόγια ονομασία της παπαρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα / ῥοιά «ροδιά» + επίθημα -άς, -άδος, πιθ. λόγω τών κόκκινων λουλουδιών του φυτού. Κατ' άλλη άποψη, όμως, το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι ρίχνει νωρίς τα πέταλα τών ανθέων του και επομένως η λ. ῥοιάς θα πρέπει να συνδεθεί με το ρ. ῥέω].