σάμερον
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
v. σήμερον. Σάμη, v. Σάμος. σαμία, v. ζημία. σαμίθη· ῥόφημά τι, ὡς Γλαυκίας ὁ ἰατρός, Hsch. σαμινά, Lacon. for θαμινά, Id. σάμμα· ὄργανον μουσικὸν παρὰ Ἰνδοῖς, Id.
German (Pape)
dor. = σήμερον.
Russian (Dvoretsky)
σάμερον: (ᾱ) τό дор. = σήμερον.
Greek (Liddell-Scott)
σάμερον: Δωρ. ἀντὶ σήμερον, Πίνδ.
English (Slater)
ςᾱμερον today πρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Ἐὐρώτα πόρον δεῖ σάμερο̄ν ἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ (σάμερόν μ add. Boeckh) (O. 6.28) σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν (P. 4.1) ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων (P. 12.29)
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. σήμερον.
Greek Monotonic
σάμερον: Δωρ. αντί σήμερον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σᾱ́μερον Dor. voor σήμερον.