σαρκολιπής

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκολῐπής Medium diacritics: σαρκολιπής Low diacritics: σαρκολιπής Capitals: ΣΑΡΚΟΛΙΠΗΣ
Transliteration A: sarkolipḗs Transliteration B: sarkolipēs Transliteration C: sarkolipis Beta Code: sarkoliph/s

English (LSJ)

σαρκολιπές, forsaken by flesh, πλευρά AP7.383 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 863] ές, von Fleisch verlassen, entblößt, dah. mager, hager, πλευρά Philp. 67 (VII, 383).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
décharné.
Étymologie: σάρξ, λείπω.

Russian (Dvoretsky)

σαρκολῐπής: лишенный мяса (πλευρά Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σαρκολῐπής: -ές, = λιπόσαρκος, ἰσχνός, ὀλιγόσαρκος, πλευρὰ Ἀνθ. Π. 7. 383.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) λιπόσαρκος, ισχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -λιπής (< λείπω), πρβλ. θυμολιπής, ψυχολιπής].

Greek Monotonic

σαρκολῐπής: -ές (λιπεῖν), αυτός που του λείπει σάρκα, λιπόσαρκος, ισχνός, σε Ανθ.

Middle Liddell

σαρκο-λῐπής, ές λιπεῖν
forsaken by flesh, lean, Anth.