σειραίνω

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειραίνω Medium diacritics: σειραίνω Low diacritics: σειραίνω Capitals: ΣΕΙΡΑΙΝΩ
Transliteration A: seiraínō Transliteration B: seirainō Transliteration C: seiraino Beta Code: seirai/nw

English (LSJ)

(Σείριος) dry up by heat, parch, Orus ap. EM710.22; cf. σειριάω, σειρεόω, and σειρόω.

German (Pape)

[Seite 868] auch σειρέω (?), durch Hitze austrocknen, dörren, Sp.; σεσειρέναι Schol. Luc. V. H. 1, 16 ist f.l. für σεσηρέναι, s. Schol. Ap. Rh. 2, 517, wie E. M. 710, 22.

Greek (Liddell-Scott)

σειραίνω: (Σείριος) ξηραίνω διὰ τῆς θερμότητος, καταξηραίνω, στεγνώνω, παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ. 710. 22· πρβλ. σειριάω· τύπος τις σειρεόω, παρ’ Ἱππ. 49. 21 εἶναι λίαν ἀμφίβολ.· πρβλ. σειρόω.

Greek Monolingual

Α Σείριος
ξηραίνω, στεγνώνω με θερμότητα.