σεισίχθων
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
-ονος, ὁ, earth-shaker, epithet of Poseidon, Pi.I.1.52, D.H.2.31, etc., cf. ἐνοσίχθων; of Zeus, Orph.H.14.8.
German (Pape)
[Seite 869] ὁ, Erderschütterer, Beiw. des Poseidon; Pind. I. 1, 52; Luc. philop. 6.
French (Bailly abrégé)
ονος;
adj. m.
qui ébranle la terre (ép. de Poséidon).
Étymologie: σείω, χθών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεισίχθων -ονος, ὁ [σείω, χθών] aardschokker (Poseidon).
Russian (Dvoretsky)
σεισίχθων: ονος adj. потрясающий землю (эпитет Посидона) Pind., Luc.
English (Slater)
σεισίχθων earth shaking epithet of Poseidon. ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν κελαδῆσαι (I. 1.52)
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
(συν. ως προσωνυμία του Διός και του Ποσειδώνος) αυτός που σείει, που ταράζει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισι- του σείω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + χθών «γη» (πρβλ. δαμασίχθων)].
Greek Monotonic
σεισίχθων: -ονος, ὁ (σείω), αυτός που σείει τη γη, επίθ. του Ποσειδώνα (που τον θεωρούσαν υπαίτιο των σεισμών), σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
σεισίχθων: -ονος, ὁ, ὁ σείων τὴν γῆν, ἐπίθετον τοῦ Ποσειδῶνος, Πινδ. Ι. 1. 76, Διον. Ἁλ. 2. 31, κλπ., πρβλ. ἐνοσίχθων, ἐννοσίγαιος· ἐπί τοῦ Διός, Ὀρφ. Ὑμν. 14. 8.
Middle Liddell
σεισί-χθων, ονος, ὁ, σείω
earth-shaker, epithet of Poseidon, Pind.
Léxico de magia
ὁ que agita la tierra de Apolo-Helios σεισίχθων, φώσφωρ, ἐλθὲ ἱλαρὸς καὶ ἐπήκοος τῷ σῷ προφήτῃ tú que agitas la tierra, portador de luz, ven propicio y obediente a tu profeta P III 255 (cj. Pr.)