σκαφίδιον
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
τό, Dim. of
A σκάφη 1.1, σ. χαλκοῦν τετρυπημένον ib. 11(2).161 C80 (Delos, iii B.C.).
2 Dim. of σκαφίς (B), small skiff, Plb.34.3.2, Str.1.2.16, Luc.Cont.8.
II boat-load, POxy.1068.7 (iii A.D.).
III = κάρδοπος, Sch.Ar.Nu.669.
German (Pape)
[Seite 890] τό, dim. von σκαφίς, durch alle Bdign; bes. – a) kleine Wanne, kleiner Nachen; Pol. 34, 3, 2; Luc. Cont. 8 u. oft. – b) kleine Hacke, Suid.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σκαφίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαφίδιον -ου, τό bootje, schuitje.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰφίδιον: (ῐδ) τό челнок, лодочка Polyb., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκαφὶς Ι. 2, μικρὰ σκάφη, Πολύβ. 34. 3, 2, Στράβ. 24· πρβλ. σκαφείδιον. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, 410.
Greek Monotonic
σκᾰφίδιον: τό, υποκορ. του σκαφίς I. 2., μικρή λέμβος, καραβάκι, καΐκι, σε Στράβ.
Middle Liddell
σκᾰφίδιον, ου, τό, [Dim. of σκαφίς I. 2]
a small skiff, Strab.
Translations
skiff
Bulgarian: скиф; Catalan: esquif; Chinese Dutch: skiff, roeiboot; Finnish: jolla; French: esquif, barque; Galician: esquife, chalana; German: Skiff; Greek: ακάτιο, πριάρι; Ancient Greek: ἄκατος, κέλης, πλοιάριον, λέμβος, σκαφίδιον; Ido: bateleto; Irish: scif; Italian: barca, lancia; Latin: linter, scapha; Persian: زورق; Plautdietsch: Boot; Russian: ялик; Scottish Gaelic: sgoth; Serbo-Croatian Cyrillic: скиф; Latin: skif; Spanish: batel; Ukrainian: ялик; Welsh: sgiff