σκληρογόνος

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. ιατρ. αυτός που δημιουργεί σκλήρωση («η αλκοολική ηπατίτιδα είναι σκληρογόνα»)
2. φρ. «σκληρογόνος μέθοδος»
ιατρ. τεχνητή δημιουργία ινώδους ιστού για θεραπευτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerogen (< σκληρός + -γόνος < γίγνομαι)].