σκορπιοί
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
(I)
οι, Ν
ζωολ. τάξη χηλεκεραιωτών αρθροπόδων της ομοταξίας αραχνίδια, με 800 περίπου είδη τών θερμών περιοχών της Γης, τα οποία έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό την επιμήκυνση τών τελευταίων μεταμερών της κοιλίας τους σε ουρά με δηλητηριώδες κεντρί, καθώς και μεγάλες γναθικές προσακτρίδες, με λαβιδόμορφα άκρα, για τη σύλληψη της λείας τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκορπιός].
(II)
οι, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία ομάδας σκορπιονοειδών ψαριών του γένους σκόρπαινα, στην οποία, εκτός από τον καθαυτό σκορπιό, τον Scorpaena porcus, συγκαταλέγονται τα είδη Scorpaena notata, Scorpaena elongata, Scorpaena loppei και Scorpaena maderensis, όλα με κοκκινόμαυρο χρώμα και κιτρινωπά στίγματα και με εύγευστη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκορπιός].