Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σμήξη

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349

Greek Monolingual

η / σμῆξις, -ήξεως, ΝΑ σμήχω
νεοελλ.
ναυτ. εργασία για αφαίρεση τών υδάτων που μένουν στο κατάστρωμα μετά το πλύσιμό του
αρχ.
1. καθαρισμός («σμήξει τε ὀδόντων καὶ ὀνυχισμῷ», Στράβ.)
2. πλύσιμο με σαπούνι ή με καθαριστική αλοιφή
3. σκούπισμα.