στάλσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, (στέλλω) checking of a flow, Gal.Sect.Intr. 6.
Greek (Liddell-Scott)
στάλσις: -εως, ἡ, (στέλλω) περιστολή, περιορισμός, Γαλην.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ
μσν.
έλεγχος, εξέταση
αρχ.
ιατρ. αναστολή, επίσχεση («ἐπὶ τῶν ροωδῶν τὴν στάλσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμ. σταλ του στέλλω + κατάλ. -σις].