στάλσις

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάλσις Medium diacritics: στάλσις Low diacritics: στάλσις Capitals: ΣΤΑΛΣΙΣ
Transliteration A: stálsis Transliteration B: stalsis Transliteration C: stalsis Beta Code: sta/lsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (στέλλω) checking of a flow, Gal.Sect.Intr. 6.

Greek (Liddell-Scott)

στάλσις: -εως, ἡ, (στέλλω) περιστολή, περιορισμός, Γαλην.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ
μσν.
έλεγχος, εξέταση
αρχ.
ιατρ. αναστολή, επίσχεση («ἐπὶ τῶν ροωδῶν τὴν στάλσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμ. σταλ του στέλλω + κατάλ. -σις].