σταυροπροσκύνηση

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231

Greek Monolingual

η / σταυροπροσκύνησις, -ήσεως, ΝΜ
1. η προσκύνηση του τίμιου σταυρού
2. φρ. «Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως» — η τρίτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οπότε προβάλλεται στους πιστούς για προσκύνηση ο τίμιος σταυρός.