στηθοδέσμη

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηθοδέσμη Medium diacritics: στηθοδέσμη Low diacritics: στηθοδέσμη Capitals: ΣΤΗΘΟΔΕΣΜΗ
Transliteration A: stēthodésmē Transliteration B: stēthodesmē Transliteration C: stithodesmi Beta Code: sthqode/smh

English (LSJ)

ἡ, woman's breast-band, EM749.44; also στηθοδεσμία, ἡ, Sor.1.55; στηθο-δεσμίς, ίδος, ἡ, PCair.Zen.456.1 (iii B.C.), LXX Je.2.32, Phleg.Fr.36.1J., Gal.18(1).823; στηθόδεσμος, ὁ, Poll.7.66: a bandage, Heliod. ap. Orib.48.49 tit.:—Dim. στηθοδέσμιον, τό, EM749.40.

German (Pape)

[Seite 940] ἡ, = στηθόδεσμος, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

στηθοδέσμη: ἡ, δεσμός τις περὶ τὸ στῆθος τῶν γυναικῶν πρὸς ὑποβάστασιν τῶν μαστῶν, «κορσές», Ἐτυμολ. Μέγ. 749. 44· στηθόδεσμος, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 66· - ὡσαύτως ὑποκοριστ. -δέσμιον, τό, Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἰερεμ. Γ΄, 22), Γαλην., - -δεσμίς, ίδος, ἡ· ἴδε Μüller Archäol. d. Kunst 339. 3.

Greek Monolingual

ἡ, Α
στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί στηθόδεσμος].