στιγμόμετρο
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
Greek Monolingual
το, Ν
1. ρολόγι ακριβείας, εφοδιασμένο με δείκτη δευτερολέπτων και τών κλασμάτων τους, το οποίο μπορεί να τεθεί σε κίνηση και να σταματήσει ακαριαία με την πίεση ενός κουμπιού, χρησιμοποιούμενο για πολύ ακριβείς μετρήσεις χρόνου
2. (γραφ. τεχν.) το στιχόμετρο
3. ναυτ. ρολόι ακριβείας, εφοδιασμένο με μηχανισμό χρονογράφου ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορεί να διακοπεί ή να αποκατασταθεί η λειτουργία του, που χρησιμοποιείται κατά τη σκόπευση του ηλίου για τον προσδιορισμό του στίγματος και κατά τη βολή τών πυροβόλων του πλοίου, αλλ. χρονόμετρο.