στρατολόγος
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
German (Pape)
[Seite 952] ein Heer sammelnd, zusammenziehend, Soldaten zum Kriegsdienste werbend (?).
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
αξιωματικός ή υπάλληλος ασχολούμενος με τη στρατολογία, με τη συγκέντρωση και κατάταξη στρατευσίμων στον στρατό
νεοελλ.
μτφ. άτομο που ασχολείται με την προσέλκυση συνεργατών ή οπαδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -λόγος].