στυφοκόμπος

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source

German (Pape)

[Seite 960] = στυφοκόπος, Ar. Av. 1299, Schol. erkl. ὁ μάχιμος ὄρτυξ κατὰ τὸ στερεῶς κόπτειν.

Greek Monolingual

ή στυφόκομπος, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών»
2. το ορτύκι, ο όρτυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + κόμπος «κτύπος» (πρβλ. ορτυγόκομπος)].

Russian (Dvoretsky)

στῠφοκόμπος: v. l. = στυφοκόπος.