συγκεραννύω
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
English (LSJ)
v. συγκεράννυμι.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και συγκερνώ, -άω, και συγκιρνώ, -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, -άω, Α κεράννυμι / κεραννύω]
1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους
2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», Πλάτ.)
3. μτφ. μετριάζω τη σφοδρότητα αναμιγνύοντας κάτι με κάτι άλλο («λύπη τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», Πλάτ.)
αρχ.
1. συνθέτω, συναποτελώ
2. δημιουργώ φιλία ή έχθρα με κάποιον («ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο ὥστε οἰκείως διακεῖσθαι», Ξεν.)
3. παντρεύομαι
4. είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («πενία δὲ συγκραθεῖσα δυσσεβεῖ τρόπῳ», Σοφ.)
5. γραμμ. (για φωνήεντα) παθαίνω κράση
6. παθ. συγκεράννυμαι
ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις», Ξεν.)
7. φρ. «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — πάσχω βαριά (Σοφ.).
German (Pape)
= συγκεράννυμι.