συγκοινωνιακός

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκοινωνία («συγκοινωνιακά μέσα»)
2. φρ. α) «συγκοινωνιακό δίκαιο»
(νομ.) το σύνολο τών νομικών κανόνων που διέπουν γενικά τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων
β) «συγκοινωνιακή οικονομία» — η συστηματική και οργανωμένη τεχνική και οικονομική δραστηριότητα με την οποία παρέχονται μεταφορικές υπηρεσίες έναντι οικονομικού ανταλλάγματος
γ) «συγκοινωνιακή πολιτική» — το σύνολο τών μέτρων που παίρνει ένα κράτος για την παροχή συγκοινωνιακών εξυπηρετήσεων στους πολίτες του και η συμπεριφορά του κράτους απέναντι στους φορείς τών συγκοινωνιακών υπηρεσιών
δ) «συγκοινωνιακό κόστος» — το κόστος παροχής συγκοινωνιακών υπηρεσιών που ποικίλλει όχι μόνο από τομέα σε τομέα μεταφοράς αλλά και από μέσο σε μέσο
ε) «συγκοινωνιακή γεωγραφία» — κλάδος της οικονομικής γεωγραφίας ο οποίος ασχολείται με την έρευνα τών λόγων της διάδοσης τών εναέριων, χερσαίων, θαλάσσιων μέσων συγκοινωνίας. Επιρρ. συγκοινωνιακά Ν
με συγκοινωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκοινωνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].