συμμόρφωση

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Greek Monolingual

η /συμμόρφωσις, -ώσεως, ΝΜ [[συμμορφῶ / -ώνω]]
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμμορφώνω ή του συμμορφώνομαι, το να γίνεται κάτι σύμφωνο ή ταιριαστό με κάτι άλλο
2. συνέτιση, σωφρονισμός
3. υπακοή, πειθαρχίασυμμόρφωση στους νόμους του κράτους»)
4. προσαρμογήσυμμόρφωση στις περιστάσεις»)
5. (σχετικά με πρόσ.) περιποίηση της εμφάνισης
6. (σχετικά με πράγμ.) τακτοποίηση, συγύρισμα
7. (κοινων. ψυχολ.) το χαρακτηριστικό γνώρισμα της συμπεριφοράς ενός ατόμου ή μιας υποομάδας, όταν αυτή η συμπεριφορά καθορίζεται από τον κανόνα ή το πρότυπο της ομάδας ή από μία εξουσία
μσν.
εξομοίωση ως προς τη μορφή.