συναίμων
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
συναίμον, gen. ονος, = σύναιμος (of common blood, kindred, kinsman), Ps.-Phoc. 206, IG 12(8).441.15 (Thasos), Supp.Epigr. 1.464.9 (Galatia, iii AD), prob. in E. Ph. 817 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 997] gen. ονος, gemeinsames Geblüts.
Russian (Dvoretsky)
συναίμων: 2, gen. ονος Eur. = σύναιμος I.
Greek (Liddell-Scott)
συναίμων: -ον, γεν. -ονος, = τῷ προηγ., μηδ’ ἀμφὶ κτεάνων γε συναίμοσιν εἰς ἔριν ἔλθῃς Φωκυλ. 194.
Greek Monolingual
-ον, Α
σύναιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αιμων (< αἷμα) πρβλ.ὁμ-αίμων].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναίμων -ον, gen. -ονος [σύναιμος] (door bloed) verwant; subst. bloedverwant.