συσσίτιο

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

το / συσσίτιον, ΝΜΑ σύσσιτος
κοινή σίτηση, κοινό γεύμα ή κοινό δείπνο
νεοελλ.
1. το φαγητό τών στρατιωτών
2. μερίδα φαγητού που δίνεται σε άπορα άτομα από διάφορα φιλανθρωπικά ή κρατικά ιδρύματα
αρχ.
1. το μέρος όπου συντρώγουν πολλά άτομα, αίθουσα κοινού γεύματος ή κοινού δείπνου
2. συντροφιά, παρέα.