σῦαξ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, a kind of
A pulse, Choerob. in Theod.1.288H.: cf. σαῦσαξ.
II a kind of fish, = ῥόμβος B. 2, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
σῦαξ: -ᾱκος, ὁ, «φασηλοειδὲς ὄσπριον» Χοιροβ. 305, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 276. ΙΙ. σύαξ, ακος, ὁ, κοινῶς «συάκι», καὶ «σαλάχι», Τουρκ. «καλκὰν μπαλήκ», ἴδε ῥόμβος, καὶ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 90 «ἰχθύας σύακα καὶ λαύρακα ὡς μὲν μεγίστους ὡς δὲ πίονας» Νικήτ. Χρον. 39Β.
Greek Monolingual
-ύακος, ὁ, ΜΑ
άλλη ονομασία του ψαριού ρόμβος
μσν.-αρχ.
είδος οσπρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + επίθημα -αξ, που απαντά συχνά σε ονόματα ζώων (πρβλ. δέλφαξ)].