τήτη

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τήτη Medium diacritics: τήτη Low diacritics: τήτη Capitals: ΤΗΤΗ
Transliteration A: tḗtē Transliteration B: tētē Transliteration C: titi Beta Code: th/th

English (LSJ)

ἡ, want, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1109] ἡ, Mangel, Entbehrung, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τήτη: ἡ, «ἀπορία, ἔνδεια, στέρησις» Ἡσύχ.· - ἐκ ταύτης τῆς λέξεως γίνεται τὸ ῥῆμα τητάομαι.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπορία, ἔνδεια, στέρησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. τητῶμαι].