τειχύδριον

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχύδριον Medium diacritics: τειχύδριον Low diacritics: τειχύδριον Capitals: ΤΕΙΧΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: teichýdrion Transliteration B: teichydrion Transliteration C: teichydrion Beta Code: teixu/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of τεῖχος, X.HG2.1.28.

German (Pape)

[Seite 1082] τό, dim. von τεῖχος, Xen. Hell. 2, 1, 28, kleines Kastell.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite fortification.
Étymologie: dim. de τεῖχος.

Russian (Dvoretsky)

τειχύδριον: τό небольшой укрепленный пункт, крепостца Xen.

Greek (Liddell-Scott)

τειχύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τεῖχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 409.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρό τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογύδριον)].

Greek Monotonic

τειχύδριον: τό, υποκορ. του τεῖχος, σε Ξεν.

Middle Liddell

τειχύδριον, ου, τό, [Dim. of τεῖχος, Xen.]