τετράμορος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
τετράμορον, in neut. τετράμορον, τό, four parts, κηροῖο Nic.Th.106, cf. Aglaïas 25.
German (Pape)
[Seite 1098] = τετράμοιρος, Nic. Th. 106.
Greek (Liddell-Scott)
τετράμορος: [ᾰ], -ον, τῷ προηγ., Νικ. Θηρ. 106.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. δίμορος].