Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράρριζος

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράρριζος Medium diacritics: τετράρριζος Low diacritics: τετράρριζος Capitals: ΤΕΤΡΑΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: tetrárrizos Transliteration B: tetrarrizos Transliteration C: tetrarrizos Beta Code: tetra/rrizos

English (LSJ)

τετράρριζον, with four roots, ὀδόντες Gal.2.753: -ρριζος = dentium dolor, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

τετράρριζος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥίζας, τετράρριζοι ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερεις ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», Γαλ.)
2. το αρσ. ως ουσ.τετράρριζος
οδονταλγία, πονόδοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. τρίρριζος].