τετράωτος
From LSJ
English (LSJ)
τετράωτον, with four ears, Zen.1.54; with four handles, ποτήριον Simarist. ap. Ath.11.483a.
German (Pape)
[Seite 1100] mit vier Ohren od. Handhaben, Ath. XI, 483 a.
Greek (Liddell-Scott)
τετράωτος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα ὦτα, παροιμία «ἐπὶ τοῦ πολλὰ ἰδόντος καὶ πολλὰ ἀκούσαντος» Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 54· ὁ ἔχων τέσσαρας λαβάς, ποτήριον Σιμάριστ. παρ’ Ἀθην. 483Α.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερα αφτιά
2. (για αγγεία) αυτός που έχει τέσσερεις λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. πολύωτος].