τζαμαρία

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. εξώστης ή άλλος χώρος κατοικίας που περιβάλλεται από υαλοπίνακες
2. χώρισμα, διάφραγμα με υαλοπίνακες
3. το υαλοστάσιο, το πλαίσιο στο οποίο στηρίζονται οι υαλοπίνακες
4. (μτφ. και ειρων.) τα ματογυάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. -αρία, κατά τα γαλαρία, τραπεζαρία].