τηλεσκόπιο

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. (μετρολ.-τεχνολ.) όργανο επισκόπησης απομακρυσμένων αντικειμένων με συγκέντρωση και ενίσχυση της προερχόμενης από τα επισκοπούμενα αντικείμενα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας
2. ως κύριο όν. το Τηλεσκόπιο
αστρον. μικρός αστερισμός του Νότιου Ημισφαιρίου
3. φρ. α) «οπτικό τηλεσκόπιο»
τεχνολ. τηλεσκόπιο στο οποίο το φως συλλέγεται και εστιάζεται έτσι ώστε το αντικείμενο να μπορεί να μεγεθυνθεί ή να παρατηρηθεί μέσω προσοφθάλμιου συστήματος ή να φωτογραφηθεί και στο οποίο το φως μπορεί επίσης να διοχετευθεί για επεξεργασία σε βοηθητική συσκευή, όπως είναι ο φασματογράφος
β) «διοπτρικό τηλεσκόπιο» — οπτικό τηλεσκόπιο το οποίο χρησιμοποιεί σύστημα φακών που προκαλούν διάθλαση τών οπτικών ακτίνων
γ) «κατοπτρικό τηλεσκόπιο» — οπτικό τηλεσκόπιο στο οποίο το φως συλλέγεται και εστιάζεται μέσω κατόπτρων
δ) «τηλεσκόπιο Σμιτ» — τηλεσκόπιο που συνδυάζει τα καλύτερα χαρακτηριστικά τόσο τών διοπτρικών όσο και τών κατοπτρικών τηλεσκοπίων και χρησιμοποιείται, κυρίως, για τον προσδιορισμό του περιεχομένου του σύμπαντος
ε) «ηλιακό τηλεσκόπιο» — ειδικό τηλεσκόπιο για την ηλιακή αστρονομία
στ) «διπλό τηλεσκόπιο» — ζεύγος ραδιοτηλεσκόπιων τα οποία χρησιμοποιούνται ως συμβολόμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telescope (< τηλεσκόπος). Η λ., στον λόγιο τ. τηλεσκόπιον, μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].