τοξήρης

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξήρης Medium diacritics: τοξήρης Low diacritics: τοξήρης Capitals: ΤΟΞΗΡΗΣ
Transliteration A: toxḗrēs Transliteration B: toxērēs Transliteration C: toksiris Beta Code: toch/rhs

English (LSJ)

τοξήρες, (ἀραρίσκω)
A furnished with the bow, χείρ E.Alc.35 (anap.), cf. Rh.226 (lyr.).
2 = τοξικός, τοξήρης σαγή Id.HF188; τοξήρης ψαλμός the twang of the bowstring, ib.1063 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1128] ες, mit Bogen (und Pfeil) versehen; der Bogenschütze, Eur. Rhes. 226; χείρ, Alc. 36; σάγη, Herc. f. 188.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
armé d'un arc.
Étymologie: τόξον.

Russian (Dvoretsky)

τοξήρης:
1 вооруженный луком (χείρ Eur.);
2 состоящий из лука и стрел (σάγη Eur.);
3 издаваемый луком, т. е. дрожащей тетивой: τοξήρει ψαλμῷ τοξεύσας Eur. застрелив из лука.

Greek (Liddell-Scott)

τοξήρης: -ες, (√ΑΡ, ἀραρίσκω) ὡπλισμένος διὰ τόξου, χείρ Εὐρ. Ἄλκ. 35, πρβλ. Ρῆσ. 226. 2) = τοξικός, τ. σάγη ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 1. 88· τ. ψαλμός, ὁ ἦχος ὁ ἀποτελούμενος ἐκ νευρᾶς τοῦ τόξου, αὐτόθι 1063.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
1. οπλισμένος με τόξοτοξήρης χείρ», Ευρ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τόξο, τοξικός («τοξήρη σάγην», Ηρόδ.)
3. αυτός που προέρχεται από τόξοτοξήρης ψαλμός» — ήχος που παράγεται από χορδή τόξου, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -ήρης (Ι), πρβλ. ποδήρης.

Greek Monotonic

τοξήρης: -ες (ἀραρίσκω
1. οπλισμένος με τόξο, σε Ευρ.
2. = τοξικός, στον ίδ.· τοξήρης ψαλμός, ήχος που παράγεται από τη χορδή τόξου, στον ίδ.

Middle Liddell

τοξ-ήρης, ες ἀραρίσκω
1. furnished with the bow, Eur.
2. = τοξικός, Eur.; τ. ψαλμός the twang of the bowstring, Eur.

English (Woodhouse)

of a bow

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)