τρίχους
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
τρίχουν,
A holding three χόες, Nicostr.Com.11.
II Subst. τρίχοον, τό, measure of three χόες, in plural τρίχοα, SIG945.5 (Assus, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 1150] ουν, drei χοῦς fassend, enthaltend, Nicostrat. bei Ath. XI, 499 c.
Greek (Liddell-Scott)
τρίχους: ουν, ὁ χωρῶν τρεῖς χόας ἢ χοῦς, Νικόστρ. ἐν «Ἑκάτῃ» 1.
Greek Monolingual
-ουν, και -οος, -οον, Α
1. αυτός που περιλαμβάνει τρεις χόες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχοον
μέτρο το οποίο περιλαμβάνει τρεις χόες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χοος / -χους (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. τετράχους].