τραχώδης

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχώδης Medium diacritics: τραχώδης Low diacritics: τραχώδης Capitals: ΤΡΑΧΩΔΗΣ
Transliteration A: trachṓdēs Transliteration B: trachōdēs Transliteration C: trachodis Beta Code: traxw/dhs

English (LSJ)

τραχῶδες, of rough nature, v.l. in Arist.HA549b14, interpol. in Dsc.3.13.

German (Pape)

[ᾱ], ες, von rauher, harter Art, bei Arist. H.A. 5.17, zweifelhaft.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχώδης: суровый (Arst. - v.l. к τραχύς).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχώδης: -ες, ὁ ἔχων τραχεῖαν φύσιν, τραχὺς τὴν φύσιν, διάφ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, Θεοφρ. π. Λίθων 400, Διοσκ. 3. 13 (15).

Greek Monolingual

και ιων. τ. τρηχώδης, -ῶδες, Α τραχύς
αυτός που είναι από τη φύση του τραχύς.