τρεμούλιασμα

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

το, Ν τρεμουλιάζω
1. τρομώδης κίνηση, κατάσταση κατά την οποία γίγονται συνεχείς παλμικές κινήσεις, τρεμούλα
2. ρίγος, ανατριχίλα
3. μεγάλος φόβος, τρόμος.