τρικόρυφος
From LSJ
English (LSJ)
τρικόρυφον, three-pointed or three-topped, φρούριον Str.6.1.5; with three peaks, ὄρος Id.9.2.34, Polyaen.1.1.2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois sommets.
Étymologie: τρεῖς, κορυφή.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκόρῠφος: -ον, ὁ τρεῖς ἔχων κορυφάς, τρικόρυφον δ’ ἐστὶ τὸ φρούριον (δηλ. ἡ Πανδοσία) Στράβ. 256· «Πανδοσία, φρούριον ἐρυμνὸν καὶ τρικόρυφον» Στέφ. Βυζάντ. ἐν λ. Πανδοσία.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρικόρωφος, -ον, ΝΑ, και τρίκορφος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει τρεις κορυφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρυφος / -κορφος (< κορυφή / κορφή), πρβλ. δι-κόρυφος / δί-κορφος].
Greek Monotonic
τρῐκόρῠφος: -ον (κορυφή), αυτός που έχει τρεις κορυφές, σε Στράβ.
Middle Liddell
τρῐ-κόρῠφος, ον, κορυφή
three-topped, Strab.
German (Pape)
dreigipfelig, dreispitzig, Geop.