τριποδισμός

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

ο, Ν 1. (για άλογο) καλπασμός
2. ιατρ. βηματισμός τών πασχόντων από παράλυση τών δακτύλων τών ποδιών, κατά τον οποίο ανυψώνεται έντονα η κνήμη με κάμψη του μηρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριποδίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Αγγ. Βλάχου].