τρυγητής
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
τρυγητοῦ, ὁ, = τρυγητήρ 1, LXX Je.29.10 (49.9), al., PTeb.120.8 (i B. C.), Corn.ND30, Poll.1.222.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγητής: -οῦ, ὁ, ὁ τρυγῶν, συγκομίζων καρπούς, ἰδίως σταφυλάς, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΘ΄, 9, κ. ἀλλ.), Πολυδ. Α΄, 222, Εὐσταθ. Πονημάτ. 180. 61.
Greek Monolingual
ο, θηλ. τρυγήτρια, ΝΑ [τρυγῶ (Ι)]
αυτός που συγκομίζει καρπούς, ιδίως αυτός που τρυγάει σταφύλια
νεοελλ.
λαϊκή ονομασία του Σεπτεμβρίου, επειδή κατά τη διάρκειά του γίνεται ο τρύγος τών σταφυλιών.
German (Pape)
ὁ, = τρυγητήρ, Sp.