τυροπρασία
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ, sale of cheeses, Stud.Pal.20.96.4 (iv A. D.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
πώληση τυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -πρασία (< -πράτης < πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. μισθοπρασία].