τύλιγμα
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, gloss on ἕλιξ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τύλιγμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἕλιξ· οὕτω τυλιγμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 881, πρβλ. ἕλιγμα.
Greek Monolingual
το, ΝΑ τυλίσσω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυλίγω, περιέλιξη, περιτύλιξη
2. (ηλεκτρολ.) αγωγός περιτυλιγμένος γύρω από τύμπανο ή από πυρήνα, ο οποίος όταν διαρρέεται από ρεύμα παράγει έντονο μαγνητικό πεδίο, περιέλιξη.