υαλογράφημα
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Greek Monolingual
το, Ν υαλογραφώ
1. ημιδιαφανής σύνθεση από χρωματιστά συνήθως κομμάτια γυαλιού που συγκρατούνται με μολύβδινες ταινίες και μεταλλικό οπλισμό και η οποία χρησιμοποιείται για να καλύψει ένα άνοιγμα με μια μεγάλη φωτεινή και διακοσμητική επιφάνεια, κν. βιτρώ
2. διακοσμητικό σχέδιο που γίνεται με χάραξη πάνω σε γυαλί.