υπερέχω
σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy
Greek Monolingual
ὑπερέχω ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπειρέχω Α
είμαι ανώτερος ή υψηλότερος, υπερτερώ (α. «υπερέχει σε εργατικότητα» β. «ὦ βροτῶν πάντων ὑπερεχὼν ὄλβου εὐτυχεῖ πότμῳ», Αισχύλ.)
αρχ.
1. κρατώ κάτι ψηλά
2. στρ. κυκλώνω
3. περνώ πάνω από έναν τόπο
4. μπορώ να υπομείνω, να υποφέρω κάτι («τῇ δαψιλείᾳ τῆς εὐπορίας ὑπερεῖχον τῶν ἀναλωμάτων», Διόδ.)
5. επικρατώ, επιβάλλομαι («θεῶν ὑπερέσχε νόος», Θέογν.)
6. (λογ.) (για έννοια) έχω μεγαλύτερο πλάτος
7. (αμτβ.) α) εξέχω
β) υψώνομαι και, ιδίως για αστέρα, υψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα
γ) υψώνομαι πάνω από τη γη, πάνω από το έδαφος
8. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑπερέχον- μαθημ. η υπερβολή
9. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ὑπερέχοντες·αυτοί που κατέχουν ανώτατα αξιώματα
10. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) οἱ ὑπερεσχόντες
οι ισχυρότεροι, οι επικρατέστεροι
11. φρ. «ὐπερέχω χεῖρά [ή χεῖράς] τινος» — προστατεύω κάποιον (Ομ. Ιλ.).