υπερτιμώ
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
Greek Monolingual
ὑπερτιμῶ, -άω, ΝΜΑ τιμῶ
αποδίδω σε κάποιον ή σε κάτι αξία μεγαλύτερη από την πραγματική (α. «υπερτιμά τις δυνάμεις του» β. «πότερον ὑπερτιμῶντες ὡς εὐεργέτην ἔκρυπτον αὐτόν», Σοφ.)
νεοελλ.
αυξάνω την τιμή εμπορευμάτων ή άλλων οικονομικών αγαθών, ακριβαίνω («τα τρόφιμα υπερτιμώνται καθημερινά»).