υποθαλάσσιος
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, υποβρύχιος
2. φρ. α) «υποθαλάσσια κατολίσθηση»
(γεωλ.-ωκεαν.) κίνηση ασταθούς μάζας ιζημάτων και οργανικών φερτών υλικών από την κορυφή προς τα κατάντη ενός υποθαλάσσιου κάνυον ή μιας ηπειρωτικής κατωφέρειας
β) «υποθαλάσσια λιβάδια»
ωκεαν. φυτικές διαπλάσεις, ανάλογες με εκείνες της χέρσου, που καλύπτουν τμήματα του θαλάσσιου βυθού
γ) «υποθαλάσσια ρηγματική ζώνη»
(γεωλ.-ωκεαν.) βλ. ρηγματική
δ) «υποθαλάσσιο κάνυον»
(γεωλ.-ωκεαν.) βαθιά υποθαλάσσια κοιλάδα με απότομα τοιχώματα που αρχίζει από το περιθώριο τών ηπείρων και καταλήγει στις αβυσσαίες πεδιάδες τών ωκεανών
ε) «υποθαλάσσιο οροπέδιο»
(γεωλ.-ωκεαν.) άλλη ονομασία για το ωκεάνιο οροπέδιο
στ) «υποθαλάσσιο όρος»
(γεωλ.-ωκεαν.) έπαρμα του θαλάσσιου βυθού
ζ) «υποθαλάσσιο ριπίδιο»
(γεωλ.-ωκεαν.) βλ. ριπίδιο
η) «υποθαλάσσιο χάσμα»
(γεωλ.-ωκεαν.) βλ. χάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + θάλασσα + κατάλ. -ιος (πρβλ. παρα-θαλάσσ-ιος). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Πετρούλια].