υποψήφιος
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποψήφιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που επιδιώκει να καταλάβει ένα αξίωμα με ψηφοφορία («υποψήφιος βουλευτής»)
νεοελλ.
1. (κατ. επέκτ.) αυτός που επιδιώκει να καταλάβει οποιαδήποτε θέση ή να επιτύχει ικανοποιητική αποκατάσταση (α. «υποψήφιος γαμπρός» β. «υποψήφιος διευθυντής»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο υποψήφιος·αυτός που έχει υποβάλει υποψηφιότητα («οι υποψήφιοι για την προεδρία ήταν πολλοί αλλά τελικά έμειναν μόνον δύο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψῆφος + κατάλ. -ιος].