φαγάνα

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. κοινή ονομασία του εκσκαφέα
2. μτφ. α) έμψυχο ή άψυχο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, καυσίμων, αναλώσιμων υλικών
β) άνθρωπος άπληστος και δωροδοκούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγανός, κατά τα θηλ., ενώ, κατ' άλλη άποψη, από τον τ. φαγών, -όνος «σιαγόνα»].