φασματικός

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / φασματικός, -ή, -όν, ΝΜ φάσμα, -ατος]
φανταστικός, πλαστός, ψευδής
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα
2. φρ. α) «φασματική ανάλυση»
φυσ. μέθοδος ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης της σύστασης τών ουσιών με βάση την μελέτη τών φασμάτων τους
β) «φασματική ακολουθία»
μαθημ. αλγεβρική κατασκευή η οποία αποτελείται από μια ακολουθία διβαθμολογημένων διαφορικών R-γραμμικών χώρων, όπου R είναι ορισμένος δακτύλιος, στην οποία κάθε Rχώρος είναι η ομολογία του προηγούμενου R-χώρου ως προς το δεδομένο διαφορικό του. Επιρρ. φασματικῶς Μ
με τη φαντασία, φανταστικά.